αμφοτερος

αμφοτερος
    ἀμφότερος
    3
    (преимущ. pl. или dual.) и тот и другой, оба
    

(ἀμφοτέρῃσι, sc. χερσί Hom.)

    ἀπ΄ ἀμφοτέρων Her., Eur., Xen.; — с обеих сторон;
    βλέπειν τινὰ ἀμφοτέροις (sc. ὄμμασι) Anth. — разглядывать кого-л. обоими глазами, т.е. не отрывать глаз от кого-л.;
    ἐπ΄ ἀμφοτέροις βεβακώς (sc. ποσί) Theocr. — упершись обеими ногами, т.е. непоколебимо, бесстрашно


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αμφοτερος" в других словарях:

  • Ἀμφοτερός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφότερος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφότερος — either masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφότερος — (4ος αι. π.Χ.). Αξιωματικός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος τον έστειλε στον Παρμενίωνα με εντολή να συλλάβει και να φυλακίσει τον συνωμότη Αλέξανδρο τον Λυγκηστή. Αργότερα συγκρότησε, μαζί με τον Ηγέλοχο, στόλο στην Προποντίδα και νίκησαν… …   Dictionary of Greek

  • Ἀμφοτέρω — Ἀμφότερος masc nom/voc/acc dual Ἀμφότερος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρω — ἀμφότερος either masc/neut nom/voc/acc dual ἀμφότερος either masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρων — ἀμφότερος either fem gen pl ἀμφότερος either masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρως — ἀμφότερος either adverbial ἀμφότερος either masc acc pl (doric) ἀμφοτέρως in both ways indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφότερον — ἀμφότερος either masc acc sg ἀμφότερος either neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφοτεροῦ — Ἀμφοτερός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτερᾶν — ἀμφότερος either masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»